- οίκηση
- η1. το να κατοικεί κανείς κάπου, η κατοίκηση.2. (νομ.), το δικαίωμα να κατοικεί κάποιος σε ξένο σπίτι χωρίς νοίκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οίκηση — η (ΑΜ οἴκησις) [οικώ] 1. η χρησιμοποίηση στεγασμένου χώρου για διαμονή, το να κατοικεί κανείς, η κατοίκηση 2. ο τόπος όπου κατοικεί κάποιος, κατοικία, οίκημα, σπίτι («κενὴν οἴκησιν ἀνθρώπων δίχα», Σοφ.) νεοελλ. 1. (νομ.) προσωπική δουλεία υπέρ… … Dictionary of Greek
οἰκήσῃ — οἰκήσηι , οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (epic) οἰκέω inhabit aor subj mid 2nd sg οἰκέω inhabit aor subj act 3rd sg οἰκέω inhabit fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκήσηι — οἴκησις the act of dwelling fem dat sg (epic) οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit aor subj mid 2nd sg οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit aor subj act 3rd sg οἰκήσῃ , οἰκέω inhabit fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въселитисѧ — ВЪСЕЛ|ИТИСѦ (190), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1. Вселиться, поселиться где л.: ѹблажимъ богородицю. свѩтѣишѹ сѹщѹ хѣровима. и вьсѣхъ ангелъ престола цьсарева недвижимааго. домѹ въ немь же въселисѩ вышьнии Стих 1156–1163, 97 об.; бол˫аринъ же… обрете островъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
GELA — Fazello Alicata, celebris urbs Siciliae ad amnem cognom. Eam Rhodii, Antiphemo, et Cretenses, Etimo duce, communi operâ condidêrunt An. 45. post Syracusas. Hinc pop. Gelenses, Cic. Gelani, Plin. l. 3. c. 8. Geloi Virg. Aeu. l. 3. v. 701. Apud… … Hofmann J. Lexicon universale
εισοίκησις — εἰσοίκησις, η (Α) τόπος για οίκηση, κατοικία … Dictionary of Greek
ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… … Dictionary of Greek